κληρούχῳ

κληρούχῳ
κλήρουχος
one who held an allotment of land
masc dat sg
κληρού̱χῳ , κληροῦχος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κληρουχώ — κληρουχῶ, έω (Α) [κληρούχος] 1. είμαι κληρούχος, λαμβάνω κάτι με κλήρο, ιδίως τμήμα γης σε κατακτηθείσα χώρα («τούς κληρουχέοντας τῶν Χαλκιδέων τὴν χώρην», Ηρόδ.) 2. κληρονομώ 3. διανέμω κτήματα με κλήρο («τὸ δὲ τελευταῖον πάσας τὰς νήσους εἰς… …   Dictionary of Greek

  • ακληρούχητος — ἀκληρούχητος, ον (Α) [κληρουχῶ] αυτός που δεν έχει πάρει κλήρο, κομμάτι γης για καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… …   Dictionary of Greek

  • κληρούχημα — κληρούχημα, τὸ (Α) [κληρουχώ] το μέρος τής γης που απονεμήθηκε με κλήρο από μια πόλη σε κάποιον ως κληρούχο, άποικο …   Dictionary of Greek

  • κληρούχησις — κληρούχησις, ἡ (Μ) [κληρουχώ] κληρούχημα* …   Dictionary of Greek

  • μετακληρουχώ — μετακληρουχῶ, έω (Α) μεταφέρω σε άλλη κληρουχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κληρουχῶ «αποκτώ ως μερίδιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”